- κτηνοτρόφος
- -ο (AM κτηνοτρόφος, -ον)1. (για τόπο ή χώρα) αυτός στον οποίο τρέφονται πολλά ζώα, ο κατάλληλος για εκτροφή και ευδοκίμηση ζώων (α. «κτηνοτρόφος περιοχή» β. «γῆ κτηνοτρόφος ἐστί», ΠΔ)2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κτηνοτρόφοςαγρότης που έχει ως επάγγελμα την κτηνοτροφία (α. «οι κτηνοτρόφοι τής Θεσσαλίας» β. «οὗτος ἦν πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῑς κτηνοτρόφων», ΠΔ)αρχ.κτηνοτροφικός, ποιμενικός («ἐν βίῳ κτηνοτρόφῳ διατελοῡσι πάντα τὸν τοῡ ζῆν χρόνον», Διόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ζωο-τρόφος, ιχθυο-τρόφος].
Dictionary of Greek. 2013.